- ὠαιαί
- ὠαιαί, exclam. of pain, A.D.Adv.127.31; also ᾤαι [dialect] Aeol. for ὠαιαί ib.128.2, cf. Theoc.30.1, Lex.Mess.p.412 ([etym.] σὺν τῷ ῑ).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωοιοί — και ὠαιαί και αιολ. τ. ᾤαι, Α (κατά τα ανέκδοτα Βεκκήρου) επιφώνημα που δηλώνει άλγος, πόνο, ὠαιαί* … Dictionary of Greek